- λιχνεύειν
- λιχνεύωgormandizepres inf act (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
λιχνεύω — (AM λιχνεύω) [λίχνος] επιθυμώ να φάω εκλεκτά, ορεκτικά φαγητά, λειχουδεύομαι μσν. αρχ. μτφ. επιθυμώ σφοδρά, ορέγομαι, υπερεπιθυμώ («ἀγαπᾱν δ ἀγεννές καὶ λιχνεύειν τὴν ἀπὸ τοῡ λόγου δόξαν», Πλούτ.) αρχ. 1. τρώω λαίμαργα, είμαι λειχούδης 2. λείχω,… … Dictionary of Greek